πολλαχή

πολλαχή
Α
επίρρ.
1. σε πολλά μέρη
2. πολλές φορές, συχνά
3. με πολλούς και διάφορους τρόπους, πολυτρόπως
4. για πολλούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. αλλ-αχ-ή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολλαχῆ — in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχῇ — πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχῆι — πολλαχῇ , πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”