πολλαχῆ — in many places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαχῇ — πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαχῆι — πολλαχῇ , πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek